- ὑπαντήτωρ
- ὑπαντήτωρheavenly body encounteredmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαντήτωρ — ορος, ὁ, Α ουράνιο σώμα που συναντά κατά τη διαδρομή του έναν σημαντικό αστερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαντῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek
ὑπαντήτορα — ὑπαντήτωρ heavenly body encountered masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαντήτορος — ὑπαντήτωρ heavenly body encountered masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)